ζωοτοκώ

ζωοτοκώ
(Α ζωοτοκῶ, -έω) [ζωοτόκος]
είμαι ζωοτόκος, γεννώ ζώντα, άρτια ζώα, αντίθ. ωοτοκώ
αρχ.
1. παρέχω ζωή, προικίζω με ζωή
2. (η μτχ. ουδ. στον πληθ.) τὰ ζωοτοκοῡντα
τα ζωοτόκα ζώα, αυτά που γεννούν ζώντα τα τέκνα τους
3. παθ. ζωοτοκοῡμαι, -έομαι
γεννιέμαι ζωντανός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζωοτόκῳ — ζωότοκος bringing forth live masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωογονώ — (AM ζωογονῶ, έω) [ζωογόνος] 1. παρέχω ζωή, εμψυχώνω, δίνω δύναμη, τονώνω, αναζωογονώ («ο ήλιος αναζωογονεί τη φύση») 2. ενθαρρύνω, τονώνω ηθικά ή ψυχικά νεοελλ. αποκτώ ζωή αρχ. 1. γεννώ ζωντανά πλάσματα, παράγω έμβια όντα («ἡ φύσις ζωογονεῑ»,… …   Dictionary of Greek

  • σκυμνοτοκώ — έω, Α ζωοτοκῶ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύμνος «νεογνό ζώου» + τοκῶ (< τόκος < τόκος < τίκτω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”